Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Από το κίνημα του 35 στην 4η Αυγούστου

Ο Δημοσθένης Κούκουνας γράφει στην "Ιστορία της Κατοχής" (α΄ τόμος, Εκδόσεις Μέτρον, Αθήνα 2009):


Αναμφίβολα τα ιστορικά γεγονότα έχουν μια αλληλουχία. Το ίδιο ισχύει και για τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σ’ αυτά, ιδιαίτερα μάλιστα όταν η παρουσία τους είναι συνεχής σε πρωταγωνιστικές ή διακριτές θέσεις. Το καλοκαίρι του 1941, τους πρώτους κατοχικούς μήνες, ο στρατηγός Τσολάκογλου έστειλε στη Νίκαια της Γαλλίας με γερμανικό αεροπλάνο, και φυσικά ύστερα από ειδική άδεια των Γερμανών, τον Νικόλαο Ρούσσο. Η αποστολή του ήταν να συζητήσει με τον στρατηγό Πλαστήρα, ο οποίος βρισκόταν στη μη κατεχόμενη Γαλλία, θέματα σχετικά με τη διακυβέρνηση της Ελλάδος αφότου κατελήφθη.
Μέχρι το 1935 ο Νικόλαος Ρούσσος, ο οποίος σημειωτέον καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Λέρου και είχε συγγενικό δεσμό εξ αγχιστείας με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, του οποίου επί αρκετά χρόνια ήταν διευθυντής του ιδιαιτέρου γραφείου του. Ένας προσωπικός φίλος του Βενιζέλου, ο Ιωάννης Ηλιάκης, διαδραματίζει ιστορικό ρόλο στις παραμονές της Απελευθέρωσης το 1944 . Συγκυριακά, τα δύο αυτά πρόσωπα, που συμπτωματικά ανήκουν στο στενό περιβάλλον του Βενιζέλου, ενεργούν στο παρασκήνιο τόσο κατά την έναρξη όσο και κατά τη λήξη της Κατοχής.
Από το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 μέχρι την Κατοχή είναι οπωσδήποτε μια μακριά διαδρομή, αλλά υπάρχουν πολλά πρόσωπα που συνδέουν τις δύο αυτές περιόδους. Το κίνημα εκείνο προήλθε ως αντίδραση των ζωηρότερων βενιζελικών αξιωματικών απέναντι στην άνοδο του Λαϊκού Κόμματος στην εξουσία και κυρίως προ του κινδύνου να απομακρυνθούν από το στράτευμα . Είχε προηγηθεί το «ανόητο» κίνημα του Πλαστήρα το βράδυ των εκλογών της 1ης Μαρτίου 1933, στο οποίο αντέδρασε με σφοδρότητα ο ίδιος ο Ελ. Βενιζέλος. Τώρα, στη φάση της προπαρασκευής του νέου κινήματος για την ανατροπή της νόμιμης κυβέρνησης Τσαλδάρη, είχαν διαμορφωθεί δύο κύριες ομάδες. Η μία ευνοούσε να ανατεθεί η αρχηγία του κινήματος στον εξόριστο στρατηγό Πλαστήρα και η άλλη, ελεγχόμενη από τον συνταγματάρχη Στέφανο Σαράφη , στον στρατηγό Αλέξανδρο Οθωναίο. Και οι δύο δήλωναν ότι αποσκοπούσαν να παραδώσουν την εξουσία στον Βενιζέλο αμέσως μετά. Στην πραγματικότητα, όμως, επρόκειτο για δύο τάσεις που ανταγωνίζονταν στη διεκδίκηση της ηγεσίας του κινήματος και κατ’ επέκταση της εξουσίας, επειδή κατευθύνονταν από δύο ανταγωνιστικά ξενόφιλα ρεύματα, στα οποία ο ρόλος των αντιστοίχων ξένων μυστικών υπηρεσιών υπήρξε προφανής: ιταλόφιλοι και αγγλόφιλοι βενιζελικοί.
Για την ηγεσία του κινήματος ενδιαφερόταν όμως και ο «γαλλόφιλος» στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης , παρά το γεγεονός ότι την εποχή εκείνη ήταν υπουργός Στρατιωτικών. Αν και μετά την πολιτική μεταστροφή του, ο Κονδύλης είχε χάσει τις επαφές του με τον ευρύτερο χώρο των βενιζελικών αξιωματικών, το ενδιαφέρον του εστιαζόταν προφανώς στην υφαρπαγή της ηγεσίας του κινήματος, εφόσον ο Πλαστήρας δεν θα ήταν ο αρχηγός. Είχαμε, συνεπώς, παρόντα και τα τρία κύρια ρεύματα που διαδραμάτιζαν ρόλο στη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι μετά την εκδήλωση του κινήματος, η Αγγλία και η Γαλλία έσπευσαν να ενισχύσουν την κυβέρνηση Τσαλδάρη στην καταστολή του, ενώ η Ιταλία που καιροσκόπησε περιμένοντας την κατάληξή του και τελικά παραχώρησε πολιτικό άσυλο στον Βενιζέλο και τους αξιωματικούς που κατέφυγαν στη Δωδεκάνησο και μετά στην Ιταλία.
Αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους επίδοξους κινηματίες συνδυαζόταν ασφαλώς με τις προσωπικές φιλοδοξίες των ενδιαφερομένων, αλλά είχε για όλους έναν κοινό παρονομαστή: όλοι ανεξαιρέτως δήλωναν βενιζελικοί. Καθοριστική θα μπορούσε να είναι συνεπώς η στάση του ίδιου του Βενιζέλου, ο οποίος αρχικά δεν είχε αποδεχθεί την ιδέα για μια τέτοια ενέργεια. Οι αλληλοσυγκρουόμενες επιδιώξεις και φιλοδοξίες διαδραματίζονταν ενώ ο Βενιζέλος είχε εγκαταλείψει την Αθήνα και βρισκόταν στο πατρικό σπίτι του στη Χαλέπα. Αν και μέσω του Ρούσσου διατηρούσε συχνή επαφή με τους αξιωματικούς του κινήματος, στις παραμονές του πήρε την απόφαση να φύγει από την Κρήτη για το εξωτερικό. Ο ιδιαίτερος γραμματέας του αφηγείται σχετικά :
«Μου είχε δώσει, μάλιστα, την εντολήν να φροντίσω για την έκδοσι και την θεώρησιν των διαβατηρίων του ιδίου και της συζύγου του. Μου είχεν αναθέσει επίσης να επισκεφθώ τον πρεσβευτή της Ιταλίας και να τον παρακαλέσω εκ μέρους του να μεσολαβήση εις την ιταλικήν εταιρίαν της οποίας εν ατμόπλοιον προσήγγιζεν εις Ηράκλειον Κρήτης και εκείθεν κατηυθύνετο εις Ιταλίαν, είτε μέσω Πειραιώς είτε μέσω Καλαμών, όπως το ατμόπλοιον αυτό με το οποίον θα εταξίδευεν ο Βενιζέλος μη προσεγγίση εις ελληνικόν λιμένα, αλλά πλεύση κατ’ ευθείαν εις Ιταλίαν. Και τούτο διότι ο Βενιζέλος ήθελε ν’ αποφύγη λαϊκάς εκδηλώσεις εις Καλάμας ή Πειραιά και ιδίως συγκέντρωσιν φίλων του, που εγνώριζεν ότι θα προσπαθούσαν να τον μεταπείσουν και να ματαιώσουν την αναχώρησί του στο εξωτερικό. Και πράγματι, τα διαβατήρια ετοιμάσθηκαν και ο Ιταλός πρεσβευτής με εβεβαίωσεν ότι είχαν δοθή αι σχετικαί οδηγίαι στο ιταλικόν ατμόπλοιον. Όλα ήσαν έτοιμα, αλλ’ η αναχώρησις του Βενιζέλου ανεβλήθη την τελευταία στιγμή, διότι ανηγγέλθη ότι επρόκειτο να προσδιορισθή εκείνες τις ημέρες η δίκη των δραστών της αποπείρας της Λεωφόρου Κηφισιάς και η παρουσία του Βενιζέλου εκρίθη αναγκαία στην Ελλάδα».
Ο Βενιζέλος υπαναχώρησε, αποφάσισε να κάνει το ταξίδι στην Ιταλία, το οποίο όμως ματαιώθηκε για δεύτερη φορά, ύστερα από πιέσεις που του άσκησαν πολλοί φίλοι του, «προ πάντων όσοι είχαν άμεση ή έμμεση σχέση με το προετοιμαζόμενο κίνημα». Και ο Ρούσσος συνεχίζει: «Και αυτός ο Κονδύλης, που είχε πληφορηθή την πρόθεσι του Βενιζέλου να φύγη στο εξωτερικό, μου έστειλε φιλικό του πρόσωπο για να μου πη τα εξής: –Προς Θεού, θα ήταν μέγα σφάλμα αν έφευγεν ο Βενιζέλος, διότι η κατάστασις θα περιήρχετο εις ανεπιθύμητα χέρια και θα ήταν καταστροφή για τον τόπο».
Για να συμπληρώσει, διευκρινίζοντας την αντίληψη που είχε για την εμπλοκή του Κονδύλη:
«Ήταν φυσικό να μη επιθυμή ο Κονδύλης την αναχώρησι του Βενιζέλου από την Ελλάδα, γιατί τον εχρειάζετο ως όμηρον ούτως ειπείν. Αν το Κίνημα επετύγχανεν, ο Κονδύλης θα το εκηδεμόνευε και θα υπηγόρευεν αυτός οποιαδήποτε λύσιν ήθελε και θα είχεν - όπως επίστευε - στη διάθεσί του τον Βενιζέλον. Αν το Κίνημα απετύγχανε, τότε θα εύρισκε τρόπο να κατηγορήση τον Βενιζέλον ότι είχε πάρει ενεργόν μέρος και ως υπεύθυνον διά το Κίνημα θα τον παρέπεμπεν εις δίκην ή θα τον εξώριζεν από την Ελλάδα. Ενώ, αν ο Βενιζέλος ευρίσκετο στο εξωτερικό κατά την έκρηξι του Κινήματος θα διατηρούσεν ακέραιον το κύρος του και θ’ αποτελούσεν επικίνδυνον εμπόδιο για τα σχέδια του Κονδύλη».
Σύμφωνα λοιπόν με την εκδοχή αυτή, ο στρατηγός Κονδύλης επιζητούσε τότε, στους πρώτους μήνες του 1935, να επωφεληθεί του κινήματος που προετοιμαζόταν, οποιαδήποτε και αν θα ήταν η κατάληξή του, χρησιμοποιώντας ακόμη και τον Βενιζέλο . Και αν ακόμη ευσταθεί αυτή η άποψη, η ουσία είναι ότι ο Κονδύλης είναι εκείνος που συνέτριψε αποφασιστικά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Η δυναμική και καθοριστική επιτυχία του είναι εκείνη που άνοιξε τον δρόμο για να δρομολογηθούν όλες οι ραγδαίες εξελίξεις μέχρι τις 4 Αυγούστου 1936.
Είναι άγνωστο μέχρι ποίου βαθμού η Ιντέλιτζενς Σέρβις ή εν πάση περιπτώσει η αγγλική έμπνευση επικράτησε έναντι των ιταλοφίλων στο παρασκήνιο του κινήματος εκείνου. Ποιοι είναι εκείνοι που υπονόμευσαν αυτό το κίνημα, πριν ή κατά την εκδήλωσή του, ώστε να προκαλέσουν τα μέτρα που έλαβε η κυβερνητική παράταξη; Τα νήματα κινούσε αφανώς ο τότε μη ιταλόφιλος Σαράφης , πλην όμως ο απών στις Κάννες ιταλόφιλος στρατηγός Πλαστήρας ήταν ο αντίποδας, στο όνομα του οποίου, ως εκτελεστικού αρχηγού, γινόταν το κίνημα. Η περίεργη εμφάνιση του Ρούσσου τον Ιανουάριο 1935 στις Κάννες ως προσωπικού απεσταλμένου του Βενιζέλου και η εν συνεχεία εκ μέρους του Σαράφη καθ’ οιονδήποτε τρόπο παρεμπόδιση του Πλαστήρα να φθάσει στην Ελλάδα, φαίνεται πως έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην αποτυχία του κινήματος.
Αλλά ακόμη πιο περίεργη θα είναι μια άλλη επίσκεψη του Νικολάου Ρούσσου στον στρατηγό Πλαστήρα, στη γειτονική Νίκαια, αυτή τη φορά ως προσωπικού απεσταλμένου του Τσολάκογλου, και όχι βεβαίως του Βενιζέλου, στις αρχές Ιουλίου 1941 . Στην πρώτη περίπτωση ο ρόλος του Ρούσσου είναι αποτρεπτικός και στη δεύτερη παραινετικός. Το 1935 ο Πλαστήρας καλείται να παραμείνει μακριά, το 1941 καλείται να επιστρέψει. Και στις δύο περιπτώσεις είναι ένας θρυλοποιημένος στρατηγός που επιδιώκει να αναβιώσει τον ιστορικό του ρόλο, ο οποίος έχει παραμείνει στα 1922-23.

Μετά την επιτυχία του Κονδύλη να καταστείλει πλήρως το κίνημα του Μαρτίου 1935, η πολιτική παρουσία του στην κυβερνητική παράταξη είναι πλέον εξαιρετικά βαρύνουσα. Τώρα είναι δεύτερος τη τάξει και πανίσχυρος, ώστε θα μπορέσει να διεκδικήσει την ηγεσία των αντιβενιζελικών. Η πλήρης πολιτική μεταστροφή του μόνο τότε ολοκληρώνεται, όταν εκδηλώνεται ανοιχτά υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλείας και έτσι υπερφαλαγγίζει πολιτικά τον παραδοσιακό ηγέτη των βασιλοφρόνων Παναγή Τσαλδάρη, ο οποίος χαρακτηρίζεται από την κοινή γνώμη ως υπεράγαν μετριοπαθής.
Προκύπτει ένα ζήτημα που θα χρειαστεί να περάσουν πολλά χρόνια για να επιλυθεί: το «αποτακτικό». Περίπου οκτακόσιοι αξιωματικοί, ως άμεσα εμπλεκόμενοι στο κίνημα, αποτάσσονται, ενώ συνολικά αποτάσσονται δύο χιλιάδες αξιωματικοί από τις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Ίσως να φαίνεται απλώς ως μία «ρεβάνς» εις βάρος των χρωματισμένων βενιζελικών αξιωματικών, αλλά είναι εκείνοι που, παρά την πρόσκαιρη γενναιοδωρία του Βενιζέλου και της πλουσιότατης συζύγου του, θα επωμισθούν σε πρακτικό επίπεδο το κόστος της αποτυχίας του κινήματος. Ίσως δεν είναι άσχετο το οικονομικό βάρος της γενναιοδωρίας του ζεύγους Βενιζέλου, όπως έχει λεχθεί από τον Σαράφη , από την επιμονή του Βενιζέλου να αποκατασταθούν οι απότακτοι, γεγονός που τον οδήγησε να αποδεχθεί την παλινόρθωση ή να ζητωκραυγάσει υπέρ του Βασιλέως Γεωργίου Β΄, ακόμη και την εκ μέρους των Φιλελευθέρων κοινοβουλευτική αποδοχή της κυβερνήσεως Μεταξά.
Από τους αποτάκτους του κινήματος του Μαρτίου 1935, κατά τεκμήριο αδιαπραγμάτευτους βενιζελικούς, προήλθαν αξιωματικοί που έδρασαν κατά τη διάρκεια της Κατοχής τόσο στον στρατό της Μέσης Ανατολής, όσο και στα Τάγματα Ασφαλείας. Παρά τις υποσχέσεις που κατά καιρούς δόθηκαν, όχι μόνο δεν αποκαταστάθηκαν οι απότακτοι εκείνοι, αλλά πλην ορισμένων περιπτώσεων ούτε στον πόλεμο του 1940 δεν ανακλήθηκαν. Ο αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, ο οποίος από το καλοκαίρι του 1935 μέχρι την Κατοχή είχε τον στρατό υπό τον απόλυτο έλεγχό του, φοβόταν την ανατροπή των ισορροπιών στο στράτευμα εν καιρώ πολέμου. Αντίθετη ήταν η στάση του μετά την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, σε σημείο που ενοχλήθηκε ο Μεταξάς . Πάντως, μεγάλος αριθμός αποτάκτων αξιωματικών αποκαταστάθηκε από τον στρατηγό Τσολάκογλου κατά την Κατοχή .
Τον Ιούνιο του 1935 διεξήχθησαν οι εκλογές για την ανάδειξη Εθνικής Συνελεύσεως. Είχε ήδη δρομολογηθεί η αντίστροφη μέτρηση για την παλινόρθωση και ήταν ζήτημα διαδικαστικό μόνο το πώς θα εξελισσόταν. Με συντακτική πράξη την 1η Απριλίου 1935 η Γερουσία καταργήθηκε, διαλύθηκε η Βουλή και προκηρύχθηκαν εκλογές για τις 19 Μαΐου 1935, που τελικά αναβλήθηκαν για τις 9 Ιουνίου. Το Κόμμα των Φιλελευθέρων και τα άλλα βενιζελογενή κόμματα κήρυξαν αποχή, οπότε το Λαϊκό Κόμμα απέκτησε παντοδυναμία 254 εδρών, το Εθνικό Ριζοσπαστικό Κόμμα του Κονδύλη 33 έδρες, η Ένωση Βασιλοφρόνων υπό τον Μεταξά 7 έδρες και εξελέγησαν και 7 ανεξάρτητοι. Ωστόσο, η παντοδυναμία του Τσαλδάρη στην Εθνοσυνέλευση ήταν μόνο σχετική, διότι την πρωτοβουλία των κινήσεων εξακολουθούσε να διατηρεί ο στρατηγός Κονδύλης, παρά τη μικρή κοινοβουλευτική παρουσία του.
Η Εθνοσυνέλευση ενέκρινε ψήφισμα, που εισηγήθηκε στις 10 Ιουλίου 1935 ο αρχηγός των Λαϊκών και πρωθυπουργός Π. Τσαλδάρης, σύμφωνα με το οποίο μέχρι τις 14 Νοεμβρίου επρόκειτο να διενεργηθεί δημοψήφισμα για το πολιτειακό. Ταυτόχρονα διέκοπτε τις εργασίες της μέχρι τις 10 Οκτωβρίου. Στους τρεις αυτούς μήνες μεσολάβησαν πολλές παρασκηνιακές ενέργειες, αλλά το σημαντικότερο ήταν η απουσία της αντιπολίτευσης από το πολιτικό προσκήνιο. Σαν να μην ενδιαφερόταν για τις εξελίξεις που προδιαγράφονταν με τόση σαφήνεια. Ομοίως παράδοξο θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί το γεγονός ότι μια αξιοσημείωτη μερίδα του κυβερνητικού κόμματος αδιαφορούσε για την παλινόρθωση ή έπαιρνε θέση υπέρ της διατήρησης του αβασίλευτου πολιτεύματος .
H αμφισβήτηση στο πρόσωπο του πρωθυπουργού Τσαλδάρη εντείνεται από όσους επέμεναν για άμεση δράση στο πολιτειακό. Ανάμεσά τους ήταν και ένας μεγάλος αριθμός βουλευτών, οι οποίοι είχαν συνασπισθεί υπό τον Ιωάννη Θεοτόκη και απειλούσαν να αποχωρήσουν από το Λαϊκό, με τη σημαία του οποίου πολιτεύονταν από χρόνια. Στις 6 Οκτωβρίου 1935 ο Γ. Κονδύλης εκφώνησε ένα λόγο στη Θεσσαλονίκη, ζητώντας την επιτάχυνση των διαδικασιών. Επέστρεψε δύο ημέρες αργότερα στην Αθήνα και στις 9 Οκτωβρίου συναντήθηκε με «εκπροσώπους των ενόπλων δυνάμεων», με τους οποίους συζήτησε την κατάσταση. Ένας εξ αυτών, ο στρατηγός Αλέξ. Παπάγος, διοικητής τότε του Α’ Σώματος Στρατού, ζήτησε και συναντήθηκε το απόγευμα με τον πρωθυπουργό Τσαλδάρη, επιδιώκοντας να τον παρακινήσει να επισπεύσει τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που δεν είχε ορισθεί ακόμη.
Την επομένη οι «εκπρόσωποι» (ο Παπάγος, ο υποναύαρχος Δ. Οικονόμου και ο υποστράτηγος της αεροπορίας Γ. Ρέππας) παρουσιάσθηκαν ενώπιον του πρωθυπουργού καθ’ οδόν και ζήτησαν την παραίτηση της κυβερνήσεως. Στη συνέχεια κατευθύνθηκαν στο υπουργείο Στρατιωτικών, όπου συνάντησαν τον Κονδύλη και του ζήτησαν να σχηματίσει τη νέα κυβέρνηση. Η λιτή προκήρυξή τους, που δημοσιοποιήθηκε σε όλη την Ελλάδα, είναι καθοριστική για τις εξελίξεις:
«Οι εκπροσωπούντες τας ενόπλους δυνάμεις, αισθανόμενοι πλέον καθαρώς τους κινδύνους της αναρχίας κρούοντας την θύραν του Έθνους, εθεώρησαν ιερόν καθήκον των να επέμβουν διά την λύσιν της ολεθρίας καταστάσεως.
Προς τούτο διώρισαν Επαναστατικήν Επιτροπήν εκ των στρατηγών Παπάγου, ναυάρχου Οικονόμου και στρατηγού της αεροπορίας Ρέππα, ήτις επισκεφθείσα τον πρόεδρον της Κυβερνήσεως Π. Τσαλδάρην εζήτησε την παραίτησιν της Κυβερνήσεως. Ο Πρωθυπουργός συγκαλέσας Υπουργικόν Συμβούλιον, έλαβε την απόφασιν να συμμορφωθή προς την σύστασιν και ανεκοίνωσε ημίν ότι παραιτείται. Η Επαναστατική Επιτροπή μετά τούτο θα υποδείξη την νέαν Κυβέρνησιν, η οποία θα ορκισθή ενώπιον της συνελεύσεως.
Η Επαναστατική Επιτροπή
Α. Παπάγος, Δ. Οικονόμου, Γ. Ρέππας».
Την ημέρα εκείνη (10 Οκτωβρίου 1935) ο Κονδύλης σχημάτισε κυβέρνηση, με αντιπρόεδρο τον Ιωάννη Θεοτόκη, κηρύσσοντας τον στρατιωτικό νόμο. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας, συνεδρίασε η Εθνοσυνέλευση και αναγνώσθηκε το έγγραφο που της είχε σταλεί από την επαναστατική επιτροπή:
«Ο Στρατός, παρακολουθών την εξέλιξιν του πολιτειακού ζητήματος αφ’ ενός, αφ’ ετέρου όμως έχων άγρυπνον την προσοχήν του εστραμμένην προς τους εξωτερικούς κινδύνους, πυκνουμένους καθ’ εκάστην, εσχημάτισε την πεποίθησιν, ότι η διαχείρισις αυτού ως εγένετο μέχρι τούδε εγκυμονεί σοβαρωτάτους κινδύνους δι’ αυτήν ταύτην την υπόστασιν του Έθνους. Έχων συναίσθησιν της αποστολής του και των ευθυνών του έναντι του Έθνους, αντιλαμβανόμενος, ότι αντί της καταπαύσεως του φθοροποιού διχασμού, απεναντίας δημιουργείται παρόξυνσις των παθών, ανέλαβε την πρωτοβουλίαν να αιτήση παρά της Κυβερνήσεως, όπως καταλείπη την Αρχήν. Εις τας ιστορικάς ταύτας στιγμάς του Έθνους, θεωρεί καθήκον του προ πάσης περαιτέρω ενεργείας, να διαδηλώση τον σεβασμόν του στρατού προς την Εθνικήν αντιπροσωπείαν, αρμοδίαν να κρίνη περί των τυχών της Πατρίδος, θέλει δε αιτήσει παρά της συγκροτηθησομένης Κυβερνήσεως να εμφανισθή προ της Εθνικής Συνελεύσεως κατόπιν της εγκρίσεως της οποίας θέλει θεωρηθή και ως νόμιμος Κυβέρνησις. Με την παράκλησιν, όπως της παρούσης λάβη γνώσιν η Εθνική Συνέλευσις,
Διατελούμεν μετά παντός σεβασμού
Υποστράτηγος Α. Παπάγος
Υποναύαρχος Δ. Οικονόμου
Υποστράτηγος Γ. Ρέππας
Αθήναι τη 10η Οκτωβρίου 1935».
Ακολούθησε στη Βουλή η ορκωμοσία της νέας κυβέρνησης και πρώτος μίλησε ο μέχρι την ημέρα εκείνη πρωθυπουργός, ο Παν. Τσαλδάρης, ο Ιω. Μεταξάς και στο τέλος ο Κονδύλης. Εγκρίθηκε το ψήφισμα, που άλλαζε τη μορφή του πολιτεύματος και καταργούσε την αβασίλευτη, ορίζοντας την 3η Νοεμβρίου ως ημέρα διεξαγωγής εγκριτικού δημοψηφίσματος. Πράγματι, στις 3 Νοεμβρίου 1935 διεξήχθη το δημοψήφισμα, με το οποίο εγκρίθηκε η παλινόρθωση της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Περί του τρόπου που διεξήχθη και των συνθηκών που επικράτησαν έχουν γραφεί πολλά.
Η απόφαση αναγγέλθηκε αμέσως στον εξόριστο Βασιλέα Γεώργιο Β’, ο οποίος βρισκόταν στο Λονδίνο, με ανάλογο τηλεγράφημα του Κονδύλη. Ταυτόχρονα στάλθηκε επίσημη αποστολή (που την αποτελούσαν ο Σ. Μπαλάνος, προεδρεύων της Εθνοσυνέλευσης, ο Π. Μαυρομιχάλης, υπουργός Συγκοινωνίας, και ο στρατηγός Αλ. Παπάγος, υπουργός Στρατιωτικών) για να επιδώσει την πρόσκληση προς τον βασιλέα.
Έτσι, στις 25 Νοεμβρίου, ο Γεώργιος Β΄ επέστρεφε . Ο πρωθυπουργός Κονδύλης υπέβαλε την παραίτηση της κυβέρνησής του και ύστερα από τόσες υπηρεσίες που πίστευε ότι είχε προσφέρει, ιδίως κατά τους προηγούμενους μήνες, θεωρούσε αυτονόητο ότι θα παρέμενε στη θέση του. Ο βασιλιάς όμως είχε αποφασίσει να επιδιώξει τον σχηματισμό κυβέρνησης που θα ήταν της αρεσκείας όλων των Ελλήνων, βασιλικών και μη. Για να διευκολυνθεί σ’ αυτές τις προθέσεις του και να αποδείξει στην πράξη ότι ερχόταν ως «Βασιλεύς των Ελλήνων» όλων, αποδέχθηκε την παραίτησή του και του έστειλε μια επιστολή με ευχαριστίες, που συνοδευόταν από έναν μεγαλόσταυρο του Σωτήρος. Πικραμένος αποχωρούσε ο Κονδύλης, ο οποίος είχε σχέδια κατά νου για το έργο που θα ασκούσε μετά την επιστροφή του Γεωργίου Β΄. Οι εν συνεχεία απόπειρες του τελευταίου να σχηματισθεί μια πολιτική κυβέρνηση συνεργασίας δεν καρποφόρησαν και νέος πρωθυπουργός ορίσθηκε ο καθηγητής Κωνσταντίνος Δεμερτζής, ο οποίος επιχειρούσε φιλότιμα να διατηρεί τις ισορροπίες, επικεφαλής κυβέρνησης προσωπικοτήτων. Λόγω της αποχής στις εκλογές του Ιουνίου 1935, η μία εκ των δύο μεγάλων παρατάξεων δεν είχε εκπροσώπηση και εν πάση περιπτώσει η διενέργεια εκλογών μετά την πολιτειακή αλλαγή ήταν μια άμεση προτεραιότητα.
Η κυβέρνηση Δεμερτζή, αφού παρέσχε αμνηστεία σε όσους είχαν συμμετάσχει στο κίνημα της 1ης Μαρτίου, προκήρυξε και διενήργησε εκλογές στις 26 Ιανουαρίου 1936.
Ως πολιτικός αρχηγός ο Γ. Κονδύλης πήρε μέρος στις εκλογές και το κόμμα του συνεργάσθηκε με το Εθνικό Λαϊκό Κόμμα του Ιω. Θεοτόκη, στο οποίο είχαν συγκεντρωθεί οι ακραιφνείς βασιλόφρονες που πρόσφατα είχαν εγκαταλείψει δυσαρεστημένοι τον Π. Τσαλδάρη. Το Κόμμα Φιλελευθέρων υπό τον Θ. Σοφούλη (ο Ελ. Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι), σε σύμπραξη με τα μικρότερα βενιζελογενή κόμματα, πήρε την πρώτη θέση, ενώ το Λαϊκό υπό τον Π. Τσαλδάρη και η Γενική Λαϊκή Ριζοσπαστική Ένωση υπό τον Γ. Κονδύλη κατήλθαν χωριστά. Οι δύο παραδοσιακές παρατάξεις στη Βουλή είχαν ισάριθμους βουλευτές και υπήρχε δυστοκία για τον σχηματισμό αμιγούς κυβέρνησης, με το Παλλαϊκό Μέτωπο (ΚΚΕ, Αγροτικοί Σοφιανόπουλου και Σοσιαλιστές) να αποτελεί τον διαιτητή.
Ο στρατηγός Κονδύλης ζήτησε ακρόαση από τον Γεώργιο Β’ για να του αναπτύξει τις θέσεις του πώς να εξέλθει η χώρα από το νέο αδιέξοδο. Θα τον έβλεπε το Σάββατο, 1 Φεβρουαρίου. Μία ημέρα νωρίτερα όμως βρήκε απροσδόκητα τον θάνατο. Ήταν ο πρώτος μιας σειράς θανάτων πολιτικών αρχηγών που θα σημειώνονταν εκείνη τη χρονιά...
Αμέσως μετά τις εκλογές ο Σοφούλης είχε σπεύσει να δηλώσει ότι έληξε οριστικά το πολιτειακό και άφησε ανοικτό το ζήτημα της αποκατάστασης των αξιωματικών που είχαν αποταχθεί λόγω του κινήματος, δίνοντας προτεραιότητα στην ανάγκη σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης. Άρχισαν συζητήσεις μεταξύ των πολιτικών αρχηγών για την επίτευξη συμφωνίας, οι οποίες όμως καθυστερούσαν. Προκειμένου να απομακρυνθεί κάθε απειλή στρατιωτικού πραξικοπήματος, εισήλθε στην κυβέρνηση Δεμερτζή για να ελέγχει την κατάσταση ο Ιωάννης Μεταξάς, αρχηγός τότε κόμματος που διέθετε μόλις επταμελή εκπροσώπηση στη Βουλή.
Η υπουργοποίηση του Μεταξά, που έγινε με προσωπική επιλογή του Γεωργίου Β΄ και ουσιαστικά εν αγνοία του πρωθυπουργού Κ. Δεμερτζή, όλως παραδόξως ενθουσίασε πολλούς μεταξύ των οποίων τον Σοφούλη, αλλά και τον ίδιο τον Ελ. Βενιζέλο. Από το Παρίσι, λίγες μόνον ημέρες πριν από τον θάνατό του, ο ιδρυτής του Κόμματος των Φιλελευθέρων έστελνε σε φίλο του την περίφημη επιστολή, με την οποία επικροτούσε την ανάληψη του υπουργείου Στρατιωτικών από τον Μεταξά και αναφωνούσε το «Ζήτω ο Βασιλεύς». Έγραφε στις 9 Μαρτίου 1936 προς τον Λουκά Κανακάρη-Ρούφο μεταξύ άλλων:
«...Δεν είναι ανάγκη να σου είπω πόσον ζωηρά είναι η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξη επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τους Παπάγον και Πλατήν, και αναθέσας το Υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν. Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς απέκτησε πάλιν ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού λαού και την οριστικήν επάνοδον της Χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον. Πόσον είχα δίκαιον, όταν εις το γράμμα μου της 3ης Μαρτίου σου έγραφα: δεν ημπορώ να δεχθώ ότι λείπει η υλική δύναμις, διότι αύτη θα ηκολούθει πιστώς την απόδειξιν ότι υπάρχει η αναγκαία ψυχική δύναμις.
Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!
Φιλικώτατα αισθήματα,
Ελευθέριος Βενιζέλος».
Ο Μεταξάς, ο οποίος συν τω χρόνω θα απέβαινε ισχυρότερος, μέχρι του σημείου να αναλάβει την αντιπροεδρία της κυβέρνησης, ορκίσθηκε στις 5 Μαρτίου υπουργός Στρατιωτικών, χρονικό σημείο που είναι συμβολικό για τη μετέπειτα εξέλιξη των πολιτικών πραγμάτων στη μεσοπολεμική Ελλάδα. Την επομένη ημέρα έγινε η εκλογή του προεδρείου της Βουλής, κατά την οποία πρόεδρος εξελέγη ο Θ. Σοφούλης με την καθοριστική υποστήριξη του ΚΚΕ.
Είχε προηγηθεί το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, που αποτελεί μια ιδιότυπη περίπτωση στα πολιτικά χρονικά της χώρας. Μέσα σ’ ένα λιτό κατά τα άλλα κείμενο περιλαμβανόταν η δέσμευση σειράς θεσμικών και άλλων μέτρων έναντι παροχής υποστήριξης σε μια εκλογική διαδικασία. Το σύμφωνο υπέγραφε ο ίδιος ο Σοφούλης από τη μια μεριά και από την άλλη ο Σκλάβαινας , ο οποίος στα επόμενα χρόνια θα διαδραματίσει ρόλο προδοτικό για το κόμμα του. Η θέση του Σοφούλη έναντι του ΚΚΕ και της Αριστεράς ήταν πολύ προωθημένη για τα δεδομένα της εποχής, πολύ περισσότερο που ηγείτο του κόμματος εκείνου που είχε χαρακτηρίσει ιδιώνυμο αδίκημα τις κομμουνιστικές πεποιθήσεις.
Ο Σοφούλης ρίσκαρε μεγάλο τμήμα της δημοτικότητας του ιδίου και του κόμματός του για να επιτύχει την προσωπική εκλογή του στη θέση του προέδρου της Βουλής, μια θέση που αυτομάτως θα έπρεπε να εγκαταλείψει αν κατόρθωνε ως αρχηγός του πρώτου πλειοψηφήσαντος κόμματος να σχηματίσει κυβέρνηση, οπότε και δεν θα ήταν δεσμευμένο το ΚΚΕ να ξαναψηφίσει τον νέο υποψήφιο πρόεδρο της Βουλής που θα υποστήριζαν οι Φιλελεύθεροι. Από την άλλη μεριά, ο Σοφούλης πρόσφερε κάθε έμμεση βοήθεια για να προωθηθεί ο Μεταξάς, ακόμη και στη θέση του πρωθυπουργού.
Αλλά ξαφνικά πεθαίνει ο πρωθυπουργός Δεμερτζής και αντικαθίσταται από τον Ι. Μεταξά, η νέα κυβέρνηση του οποίου παρουσιάζεται στη Βουλή και παίρνει ψήφο εμπιστοσύνης. Ωστόσο, η εντολή του είχε πάντα προσωρινό χαρακτήρα, καθώς ο Βασιλεύς Γεώργιος Β΄ συνέχιζε τις προσπάθειες για τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης.
Το ΚΚΕ βρισκόταν, υπό την αρχηγία του φυγόδικου Νίκου Ζαχαριάδη, σε μια νέα πρωτόγνωρη φάση, καθώς με την υπογραφή του συμφώνου είχε αναγνωρισθεί ως ισότιμος εταίρος στο πολιτικό σύστημα. Ενόσω θα διαρκούσε αυτή η Βουλή, πέραν των συμπεφωνημένων με το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, θα ήταν δυνητικά σε ρυθμιστικό ρόλο ανά πάσα στιγμή. Δεν έδειχνε όμως διατεθειμένο να αξιοποιήσει τα πλεονεκτήματα που είχε ωφεληθεί, αλλά προτίμησε να λειτουργεί με το περίφημο σύνδρομο των «χειμερινών ανακτόρων». Αποζητούσε ευκαιρίες για να υποδαυλίζει κάθε είδους αναταραχή, με αποκορύφωμα τα γεγονότα του Μάη 1936, που διαδραματίσθηκαν στη Θεσσαλονίκη κυρίως.
Το ενδιαφέρον στα γεγονότα εκείνα είναι ότι φαίνεται κάποιου είδους σύμπραξη με τα ΕΕΕ της συμπρωτεύουσας, όπως επισημαίνει σύγχρονο στέλεχος του ΚΚΕ . Από την άλλη μεριά, ο Ιωάννης Μεταξάς δεν δίστασε να χρησιμοποιήσει κάθε μέσον για να θέσει υπό έλεγχο την κατάσταση στη Βόρειο Ελλάδα, αλλά είχε πλέον στα χέρια του ένα καλό επιχείρημα έναντι της κοινής γνώμης για να την προετοιμάσει να αποδεχθεί τη δικτατορία που ερχόταν .
Ο Σοφούλης ως αρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων ήταν στο επίκεντρο όλων των ζυμώσεων στα πολιτικά παρασκήνια, προκειμένου να επιτευχθεί συνεργασία με άλλα κόμματα για να σχηματισθεί κυβέρνηση. Παρά τον θόρυβο που είχε προκληθεί με το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, για το οποίο ο Ιω. Ράλλης χρησιμοποίησε βαρύτατες φράσεις ενώπιον της Βουλής, ο Τζων Θεοτόκης κατέληγε λίγο αργότερα σε συμφωνία με τον Σοφούλη για τον σχηματισμό πολιτικής κυβέρνησης που θα εξασφάλιζε κοινοβουλευτική στήριξη.
Η συμφωνία προέβλεπε κυβέρνηση Συνασπισμού Φιλελευθέρων-Θεοτοκικών, η οποία θα έλυνε το αποτακτικό με την επάνοδο όλων των αξιωματικών που είχαν αποταχθεί για συμμετοχή στο κίνημα του Μαρτίου 1935, πλην όσων είχαν καταδικασθεί από τα στρατοδικεία και οι οποίοι άλλωστε είχαν ήδη αμνηστευθεί. Η κυβέρνηση εκείνη θα προχωρούσε στη διενέργεια εκλογών με πλειοψηφικό, τα δε δύο κυβερνητικά κόμματα θα κατέρχονταν στις εκλογές με κοινούς συνδυασμούς.
Σύμφωνα με τη μαρτυρία του «μυστηριώδους» δημοσιογράφου Ιωάννη Διάκου προς τον Γρηγόριο Δαφνή:
«Την συμφωνίαν ανεκοίνωσε εις τον Βασιλέα ο Σοφούλης την πρωίαν της 22ας Ιουλίου 1936. Ο Βασιλεύς ηρκέσθη να ερωτήση τον Σοφούλην πότε θα εφηρμόζετο η συμφωνία. Ούτος απήντησεν ότι η νέα κυβέρνησις θα εσχηματίζετο άμα τη ενάρξει των εργασιών της Βουλής, δηλαδή τας αρχάς Οκτωβρίου. Ο Βασιλεύς εφάνη ικανοποιημένος, ότι δεν θα εξεδηλώνετο αμέσως η κυβερνητική κρίσις. Συνεχάρη τότε τον Σοφούλην και συνέστησεν, όπως το εν τω μεταξύ διάστημα χρησιμοποιηθή διά την συζήτησιν όλων των λεπτομερειών, ώστε η νέα κυβέρνησις να είναι ετοίμη, όπως ορκισθή την 1ην Οκτωβρίου.
»Την 7ην μ.μ. της ιδίας ημέρας ο Βασιλεύς μετέδωσεν εις τον Μεταξάν ολόκληρον το περιεχόμενον της συνομιλίας του με τον Σοφούλην. Την επομένην, ο Μεταξάς εκάλεσεν τους Σκυλακάκην, Παπαδήμαν και Ι. Διάκον και τους ανεκοίνωσεν ότι έλαβεν την συγκατάθεσιν του Βασιλέως διά την κήρυξιν της δικτατορίας και ότι εντός 10 μέχρι 15 ημερών θα εγίνετο το πραξικόπημα».
Έτσι είχε δρομολογηθεί η κήρυξη δικτατορίας, στην προετοιμασία της οποίας κατά όλως περίεργο τρόπο είχε συνεργασθεί εκ του αφανούς ο Σοφοκλής Βενιζέλος, υπαρχηγός του Κόμματος Φιλελευθέρων, ο οποίος είχε λάβει την υπόσχεση ότι θα του ανατεθεί η αντιπροεδρία της κυβερνήσεως. Και πράγματι την 4η Αυγούστου 1936 κηρύχθηκε η δικτατορία και ταυτόχρονα απαγορεύθηκε η λειτουργία όλων των πολιτικών κομμάτων. Την επομένη, ανάμεσα σε άλλες υπουργικές μεταβολές που κρίθηκαν αναγκαίες, την αντιπροεδρία της κυβερνήσεως και το υπουργείο Οικονομικών ανέλαβε ένας παλαιός κορυφαίος συνεργάτης του Ελ. Βενιζέλου, ο Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος.

1 σχόλιο:

  1. Ωραίο το άρθρο σας αλλά αποφεύγεται επιμελώς να αναφερθείτε στην κοινωνική διάσταση των γεγονότων, η οποία είναι και η σημαντικότερη.Ο Βενιζέλος στο κίνημα του 1935 δεν ήσαν παρά ο επικεφαλής ενός ακόμα δικτατορικού πραξικοπήματος.Με το κίνημα θα επέβαλλε την δικτατορία του προκειμένου αφενός μεν να προλάβει τους άλλους επίδοξους δικτάτορες, αφετέρου να καταστείλει τις κοινωνικές αντιδράσεις που προκαλούσαν απο το 1929 και εντεύθεν οι αλλεπάληλες οικονομικές κρίσεις της παγκόσμιας ύφεσης, του περίφημου Κραχ.Αυτό και μόνο αποδεικνύει την κατρακύλα του Βενιζέλου αλλά κυριώς των φιλελευθέρων σε βαθύτατα συντηρητικές αντεργατικές και αντιλαικές πολιτικές καθ' όλη την δεκαετία του 1940.Ο Πλαστήρας, οπαδός και αυτός των δικτατορικών πολιτικών επιλογών την ίδια περίοδο και θαυμαστής του Ιταλικού φασισμού, επεδίωκε να εγκαταστήσει μέσω πραξικοπήματος την δική του δικτατορία.Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο δεν έκανε τίποτα την περίοδο της 4ης Αυγούστου και τάχθηκε υπέρ της συνθηκολόγησης με την χιτλεροφασιστική γερμανία κατά τον ελληνοιταλικογερμανικό πόλεμο του 1940. Όλοι τους εξουσιομανείς και δικτατορίσκοι μέχρι το μεδούλι.Το εκπληκτικό με τον Βενιζέλο ήταν η απίστευτη και απατηλή υποκρισία του:με το κίνημα του 1935 παραβίαζε το ιδιώνυμο που ο ίδιος είχε ψηφίσει και θεσμοθετήσει το 1929, και το οποίο ήσαν ακόμα σε ισχύει το 1935.Αλλά είπαμε απαγορεύονται τα κίνηματα και οι δικτατορίες εκτός απ' αυτά που κάνουμε εμείς...και τον λένε και εθνάρχη...έλεος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή